βουβωνοκήλη

βουβωνοκήλη
Η προώθηση των σπλάγχνων στον βουβωνικό πόρο. Η πάθηση αυτή οφείλεται στην αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης, που μπορεί να προέλθει από ανύψωση βάρους, δυσκοιλιότητα, έντονο και συνεχή βήχα κ.ά., ή στη χαλάρωση των κοιλιακών τοιχωμάτων. Όταν συντρέχει μία από αυτές τις αιτίες, το κοιλιακό περιτόναιο σχηματίζει στο εσωτερικό και το εξωτερικό στόμιο του βουβωνικού πόρου τον λεγόμενο κηλικό σάκο. Σε περίπτωση που η προώθηση σημειωθεί στο εξωτερικό στόμιο του βουβωνικού πόρου, τότε ακολουθεί τη διεύθυνση του βουβωνικού πόρου και ονομάζεται λοξή β. Αν όμως η πίεση ασκηθεί στο εσωτερικό βουβωνικό στόμιο, τότε η β. προβάλλει μέσα από το υποδερμάτιο βουβωνικό στόμιο και ονομάζεται ευθεία β. Η τελευταία αυτή μορφή β. είναι πιο σπάνια από τη λοξή και εμφανίζεται κυρίως σε ενήλικους άντρες. Ανάλογα με τον βαθμό προώθησης του σάκου, οι β. διαιρούνται σε αρχόμενες, όταν ο κηλικός σάκος ξεπερνά ελάχιστα το βουβωνικό στόμιο, σε ατελείς, όταν ξεπερνά το εξωτερικό στόμιο του βουβωνικού πόρου, σε τέλειες, όταν ξεπερνά κι αυτόν, και σε οσχεοκήλες, εφόσον φτάνει μέχρι το διάφραγμα του όσχεου. Εκτός από τις επίκτητες μορφές β., υπάρχουν και οι λεγόμενες συγγενείς, που ο κηλικός τους σάκος σχηματίζεται από την ελυτροειδή προεκβολή του περιτοναίου κατά την εμβρυακή ηλικία. Αυτές παρουσιάζονται κυρίως στα παιδιά.
* * *
η (AM βουβωνοκήλη)
κήλη στη βουβωνική χώρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βουβωνοκήλη — inguinal hernia fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβωνοκήλη — η κήλη που σχηματίζεται στην περιοχή των βουβώνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουβωνοκηλῶν — βουβωνοκήλη inguinal hernia fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβωνοκήλην — βουβωνοκήλη inguinal hernia fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβωνοκήλης — βουβωνοκήλη inguinal hernia fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… …   Dictionary of Greek

  • βουβωνίσκος — βουβωνίσκος, ο (Α) [βουβών] επίδεσμος για τη βουβωνοκήλη …   Dictionary of Greek

  • ξίγγι — και ξίγκι και ξύγκι, το 1. πάχος, λίπος που βρίσκεται κάτω από το δέρμα 2. κοινή ονομασία τής βουβωνοκήλης, αλλ. σπάσιμο, κατέβασμα 3. φρ. α) «βγάζει κι από την μύγα ξίγγι» λέγεται για άτομο που αποβλέπει μόνο στο συμφέρον του και εκμεταλλεύεται… …   Dictionary of Greek

  • οσχεοκήλη — η βουβωνοκήλη που έχει κατέλθει στον σάκο τού οσχέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < όσχεο + κήλη. Η λ. μαρτυρείτι από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • οσχεοκήλη — η αλλ. βουβωνοκήλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”